- ερίφης
- ο (θηλ. ερίφισσα)1. ατυχής, άθλιος, κοκομοίρης2. πονηρός, κατεργάρης3. σκληρόκαρδος, σκληρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. herif].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερίφης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα 1. άνθρωπος ανόητος, που προσπαθεί να κάνει τον έξυπνο, πονηρός: Ο ερίφης τα θέλει όλα δικά του. 2. δυστυχισμένος, άθλιος, κακόμοιρος: Ο ερίφης κόντεψε να καεί ζωντανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐρίφης — Ἐρίφη fem gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφης — ἐρί̱φης , ῥίπτω throw aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)